προσεντάττω

προσεντάττω
Α [ἐντάττω / ἐντάσσω]
1. εντάσσω, παρεμβάλλω σε μια τάξη επιπροσθέτως («τὸ προσεντεταγμένον ὑπόμνημα», πάπ.)
2. παρεμβάλλω σε ένα διάγραμμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσένταξις — άξεως, ἡ, Α [προσεντάττω] η τοποθέτηση ελαφρώς οπλισμένων στρατευμάτων στις πτέρυγες τής φάλαγγας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”